- πλουτόχθων
- -ονος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλουτόχθονας, θηλ. πλουτόχθονη, Ν1. πλούσιος σε θησαυρούς τής γης2. αυτός που πλουτίζει από τη γη τουαρχ.(σχετικά με τα ορυχεία αργύρου τού Λαυρείου) πλούτος θησαυρών τής γης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + χθών «γη» (πρβλ. αυτό-χθων)].
Dictionary of Greek. 2013.